Το σαξόφωνο είναι πνευστό χάλκινο μουσικό όργανο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Ζορζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζυλ Μασνέ στο Βέρθερο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.Το σαξόφωνο, γνωστό από την ευρύτατη χρήση του στη τζάζ και τη ροκ μουσική, έχει μερικές φορές θέση και στην συμφωνική ορχήστρα.
Οι πιο γνωστοί συνθέτες που έγραψαν έργα για το όργανο αυτό είναι οι: G. Bizet, R. Strauss, T.Gershwin, P. Hindemith, κ.α. Το σαξόφωνο έγινε δημοφιλέστατο στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου εξελίχθηκε στο βασικότερο και πιο χαρακτηριστικό ίσως όργανο της τζάζ.